κατασκίζω

κατασκίζω
βλ. κατασχίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κατασκίζω — κατάσκισα, κατασκίστηκα, κατασκισμένος, κάνω κάτι κομμάτια, καταξεσκίζω: Μου κατάσκισε το πουκάμισο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατασχίζω — και κατασκίζω (AM κατασχίζω, Μ και κατασκίζω) σχίζω κάτι εντελώς, τό κάνω κομμάτια, κατακομματιάζω, καταξεσκίζω μσν. μέσ. κατασχίζομαι κατατραυματίζομαι, καταπληγώνομαι αρχ. 1. (ενεργ. και μέσ.) ανοίγω κάτι διά τής βίας, κατακόβω, σπάζω 2. (και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”